Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Ανοήτου του Έλληνος

Λες: θα σιωπήσω. Και τι να πω, όλα έχουν ειπωθεί και τούτος ο κόσμος αποζητά λίγη αταραξία. Σφραγίζει με μανία τα βάθη της ψυχής του και ποζάρει επιδεικτικά στις βιτρίνες, ελπίζει πως θα πουληθεί εύκολα και σε τιμή προσιτή. Ο ανόητος.
Και εσύ. Στέκεσαι εκεί, μόνος, χαμένος στο κέντρο μιας πλατείας, κοιτάζεις, πασχίζεις να αναγνωρίσεις όλα κείνα τα χαρακτηριστικά που σε κάνουν να ανήκεις. Αν μιλήσεις είσαι με τους άλλους. Αν όχι είσαι με τούτους εδώ. Δυο δρόμους έμαθαν να σκέφτονται: δεξιά-αριστερά, λευκό-γαλάζιο, πλούσιοι-φτωχοί, χαζοί-έξυπνοι. Βγάζεις ένα κέρμα, να το κάνεις εισιτήριο, να το κάνεις ελεημοσύνη, να γυρίσεις βιαστικά να το χώσεις στον κουμπαρά με τα κέρματα, δεν ξέρεις.
Μην μιλάς, ο κόσμος είναι κουρασμένος, μια εθνική μιζέρια, σου λένε, αντιπροσωπεύεις. Ο κόσμος είναι καλύτερος χωρίς εσένα, λίγο χαμόγελο, λίγο χούφτωμα, ψηλά τακούνια, λίγο αλκοόλ να μεθύσει η ψευτιά κι όλα γίνονται αλήθεια. Κι αν δεν σ’ αρέσουν όλα αυτά, κι αν μονάχος θέλεις να ουρλιάζεις, τότε θα ‘ρθουν εκείνοι, θα σ’ ακουμπήσουν στον ώμο, όμως πρέπει να θες ν’ αλλάξεις τον κόσμο μαζί τους, πρέπει να υποσχεθείς πως πάντα θα φοράς την πανοπλία σου, θα αντιστέκεσαι στους άλλους και θα παραδίδεσαι σ’ αυτούς. Δεν είναι για σένα τα τακούνια, άλλο το λάιφ στάιλ εδώ, φτηνά ποτά και φτηνές γάζες, γάζες όπως για τους αρρώστους.
Κι αν υπερασπιστείς με σθένος το μικρό σημείο της πλατείας που σου αναλογεί, κι αν τους φτύσεις όλους στα μούτρα, είσαι άχρηστος για τούτη τη δημοκρατία που αναγνωρίζει μόνο κουκούλες ή ακριβές καρέκλες Sato. Είσαι ο περίγελως, κακή παρέα για καφέδες, σκέφτεσαι περισσότερο από ό,τι προβλέπει ο εργοστασιακός σχεδιασμός σου, γραφικός ασυμβίβαστος -πρότυπο για αφίσες στο Φαρ Ουέστ ή πωλήσεις δίσκων μετά θάνατον.
Λέω: “μην μιλάς, λοιπόν”. Και πνίγεσαι με το σάλιο σου, γίνεται χολή στη γλώσσα σου, κοιτάς δακρυσμένος και πηγαινοέρχεσαι σε πνιγηρούς διαδρόμους σαν λιοντάρι. Θα χιμήξεις, λέω, και μετά εσύ θα φταις. “Θα φύγω”, λες. Και πού θα πας, αγωνιώ. Τούτη η γη είναι μικρή για σένα. Κάτι έκανες λάθος, δεν μπορεί, τόσοι άνθρωποι, μονάχοι μαζί, με γλώσσες φλεγόμενες, με χέρια στις τσέπες, ρολόγια κουρδισμένα, κάποιος θα βρεθεί να σου παραχωρήσει στιγμές να σταθείς.
Λες: “με ψίχουλα δεν ζει ο άνθρωπος, μονάχα μυρμήγκια με καρατομημένα σώματα και λεπτά ποδάρια”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: